Apr 15, 2020 10:55
4 yrs ago
8 viewers *
English term

(to) infect

COVID-19 GBK English to Greek Medical Medical (general)
Definition from Merriam-Webster:
To contaminate with a disease-producing substance or agent (such as bacteria).
Example sentences:
Journalist says she unknowingly infected others with coronavirus at her mom's 90th birthday party. Two died. (CNN)
Coronavirus can infect cats — dogs, not so much. (Nature)
Red Bull advisor considered a camp to infect drivers with coronavirus (ESPN)
Proposed translations (Greek)
5 +2 μολύνω
Change log

Apr 8, 2020 22:33: changed "Kudoz queue" from "In queue" to "Public"

Apr 15, 2020 10:55: changed "Stage" from "Preparation" to "Submission"

Apr 18, 2020 11:55: changed "Stage" from "Submission" to "Selection"

Apr 18, 2020 14:54: changed "Stage" from "Selection" to "Completion"

Proposed translations

+2
6 hrs
Selected

μολύνω


And, specifically, we know that failed asylum seekers living with HIV are too often not eligible for free HIV treatment and so cannot afford lifesaving care, and can go on and infect others.

Και, φυσικά, ξέρουμε ότι οι πάσχοντες από τον ιό HIV αιτούντες άσυλο που δεν κατορθώνουν να το λάβουν δεν επιλέγονται κατά κανόνα για δωρεάν θεραπεία και επομένως δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να λάβουν τη σωτήρια γι’ αυτούς θεραπεία, με αποτέλεσμα να συνεχίζουν να μολύνουν άλλους ανθρώπους


http://www.europarl.europa.eu/













Πρόσθετες παραπομπές :

Πρόσθετες παραπομπές επισήμων μεταφρασεων απο αγγλικά σε ελληνικά :
These bacteria (e.g. Salmonella, E. coli) may infect humans directly or through the consumption of food and jeopardize antimicrobial treatment in humans

Τα εν λόγω βακτηρίδια (π.χ. Salmonella, E. coli) δύνανται να µολύνουν τον άνθρωπο άµεσα ή µέσω της κατανάλωσης τροφίµων και να θέσουν σε κίνδυνο την αντιµικροβιακή θεραπεία στον άνθρωπο.

http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=COM:20...
Definition from wikypedia:
(βιολογία) εισάγω σε ένα ζωντανό οργανισμό παθογόνους μικροοργανισμούς<br />(συνεκδοχικά) ρυπαίνω<br />(μεταφορικά) προκαλώ αλλοίωση σε ηθικό ή πνευματικό επίπεδο
Example sentences:
Μετά τη θεραπεία θα μολύνω με HPV τους άλλους; Αυτό εξαρτάται από δύο πράγματα. Πρώτον, πόσο επιτυχής είναι η θεραπεία που έγινε, ώστε να έχουν εξαλειφθεί όλες οι εμφανείς αλλοιώσεις (μείωση ιικού φορτίου) και δεύτερον από την κατάσταση του ανοσοποιητικού σας συστήματος και τη δυνατότητά του να καταστείλει τους HPV, που παραμένουν μετά την καταστροφή των αλλοιώσεων. (Δοκτωρ Μορτάκης Phd)
Μολύνω το περιβάλλον και δε.. νοιάζομαι Όπως μπορείτε να δείτε στο video που δημοσιεύει παρακάτω η zougla.gr, ο αναβάτης μίας μοτοσικλέτας δε δείχνει να νοιάζεται και ιδιαίτερα για τον καπνό που βγάζει το μηχανάκι του και φυσικά δε νοιάζεται εάν αυτό που κάνει επιβαρύνει το περιβάλλον (ZOYGLA)
«Αποφάσισα να μην επιστρέψω στην Κύπρο γιατί δεν ήθελα να μολυνθώ και να μολύνω» Το μήνυμα Κύπριας φοιτήτριας στην Ιταλία, γροθιά στο ... (CYPRUSNEWS)
Peer comment(s):

agree Vicky Papaprodromou
1 day 17 hrs
Ευχαριστώ !
agree Nick Lingris
2 days 20 hrs
Νίκο ευχαριτ'ω και καλή ανάσταση !
Something went wrong...
4 KudoZ points awarded for this answer.
Term search
  • All of ProZ.com
  • Term search
  • Jobs
  • Forums
  • Multiple search